- κορσεία
- Αρχαία ορεινή πόλη της Λοκρίδας, κάτω από την οποία έρεε ο ποταμός Πλατάνιος. Σε μικρή απόσταση από αυτήν βρισκόταν ιερό άλσος του Ερμή, όπου, κατά τον Παυσανία, υπήρχε έως τον 2o αι. μ.Χ. άγαλμα του θεού. Οι νεότεροι μελετητές ταυτίζουν την Κ. με κάποιον από τους δύο ερειπωμένους οικισμούς της τοποθεσίας Προσκυνά, όπου βρέθηκε μέσα στο δάσος πέτρινο άγαλμα του Ερμή. Όπως συμπεραίνεται, οι αρχαίοι κάτοικοι είχαν αναγκαστεί εξαιτίας σεισμού να χρησιμοποιήσουν διαδοχικά εκείνες τις περιοχές.
* * *κορσεῑα και κόρσεα, τὰ (Α) [κόρση]οι κρόταφοι, τα μηλίγκια.
Dictionary of Greek. 2013.