κορσεία

κορσεία
Αρχαία ορεινή πόλη της Λοκρίδας, κάτω από την οποία έρεε ο ποταμός Πλατάνιος. Σε μικρή απόσταση από αυτήν βρισκόταν ιερό άλσος του Ερμή, όπου, κατά τον Παυσανία, υπήρχε έως τον 2o αι. μ.Χ. άγαλμα του θεού. Οι νεότεροι μελετητές ταυτίζουν την Κ. με κάποιον από τους δύο ερειπωμένους οικισμούς της τοποθεσίας Προσκυνά, όπου βρέθηκε μέσα στο δάσος πέτρινο άγαλμα του Ερμή. Όπως συμπεραίνεται, οι αρχαίοι κάτοικοι είχαν αναγκαστεί εξαιτίας σεισμού να χρησιμοποιήσουν διαδοχικά εκείνες τις περιοχές.
* * *
κορσεῑα και κόρσεα, τὰ (Α) [κόρση]
οι κρόταφοι, τα μηλίγκια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορσεῖα — temples neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”